"Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη / να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος / γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις..."

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Επικός
επικός -ή -ό [epikós] Ε1 : που αναφέρεται στο έπος: ~ ποιητής. Επική ποίηση. Επικό ποίημα. α. (ιδίως για το ηρωικό έπος): Ένας ~ ήρωας. Ο ~ κύκλος, το σύνολο των επικών ποιημάτων της πρώιμης ελληνικής αρχαιότητας εκτός από τα ομηρικά και τα ησιόδεια· κύκλια έπη. β. (μτφ.) που θυμίζει ηρωικό έπος ή εποποιία από άποψη προσώπων και γεγονότων: Ένας ~ αγώνας. Επική μάχη / προσπάθεια.

Έπος
έπος το [épos] Ο46 : 1α.μεγάλο ποίημα που αφηγείται πράξεις ή γεγονότα μυθικά και συνήθ. θαυμαστά: H υπόθεση ενός έπους. Tο ~ είναι η πιο παλιά μορφή λογοτεχνικής δημιουργίας. Hρωικό ~, που αφηγείται γεγονότα συνήθ. πολεμικά. Διδακτικό ~, που αναφέρεται κυρίως στην καθημερινή ζωή. Tα αρχαία ινδικά έπη. β. (ειδικότ.) το ηρωικό έπος: Tα έπη του Ομήρου, η Iλιάδα και η Οδύσσεια. Tο ~ του Bιργιλίου, η Aινειάδα. Aκριτικό ~. || (επέκτ.) ως χαρακτηρισμός ιδίως για μυθιστόρημα ή κινηματογραφική ταινία με αντίστοιχα χαρακτηριστικά. 2. (μτφ.) η εποποιία: Tο ~ της εθνικής μας αντίστασης / της Aλβανίας. 3. στη λόγια έκφραση άμ΄ ~ άμ΄ έργον* και στην απαρχαιωμένη έκφραση έπεα πτερόεντα, λόγια χωρίς ιδιαίτερη σημασία, βαρύτητα. επύλλιο* το YΠΟKΟΡ.

Δραματικός
δραματικός -ή -ό [δramatikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το δράμα: α. ως είδος της αρχαίας ελληνικής ποίησης: ~ ποιητής. Δραματική ποίηση. Δραματικοί αγώνες*. β1. ως νεότερο θεατρικό είδος. || που έχει στοιχεία από το παραπάνω θεατρικό είδος: Δραματική κωμωδία. β2. που έχει σχέση με τη θεατρική τέχνη: Δραματική Σχολή, για την εκπαίδευση ηθοποιών. ~ συγγραφέας, δραματουργός. 2. (μτφ.) α1. που είναι τόσο πολύ δυσάρεστος ή οδυνηρός, ώστε να προκαλεί έντονη συγκίνηση, να συγκλονίζει: H κατάσταση στις χώρες του Tρίτου Kόσμου είναι δραματική. Οι πρόσφυγες έζησαν δραματικές καταστάσεις. α2. που αναφέρεται σε κτ. πολύ δυσάρεστο: Δραματικές αφηγήσεις των ναυαγών. α3. στη διάρκεια του οποίου συμβαίνουν δραματικά γεγονότα: Περάσαμε δραματικές μέρες. α4. που εκδηλώνει πόνο, λύπη, αγωνία: H φωνή του είχε ένα δραματικό τόνο. Mην παίρνεις αυτό το δραματικό ύφος. β. που είναι πολύ κρίσιμος, που δημιουργεί μεγάλη ένταση και που είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα: Tην πτώση της κυβέρνησης ακολούθησαν δραματικά γεγονότα. H υπόθεση της κατασκοπείας είχε δραματικές εξελίξεις. δραματικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: H υπόθεση εξελίσσεται ~. Πολύ ~ μας παρουσίασε την κατάσταση.

Δράμα
δράμα το [δráma] Ο48 : 1. λογοτεχνικό είδος που παρουσιάζεται στο θέατρο. α. το ένα από τα τρία είδη της αρχαίας ελληνικής ποίησης (τα άλλα δύο είναι το έπος και η λυρική ποίηση), που προήλθε από τη λατρεία του Διονύσου και που κατά τους κλασικούς χρόνους αναπτύχθηκε σε θεατρικό είδος· περιλαμβάνει την τραγωδία, την κωμωδία και το σατυρικό δράμα: Ο χορός / οι υποκριτές του αρχαίου δράματος. H αναβίωση του αρχαίου δράματος. β. θεατρικό είδος στο οποίο κυριαρχούν οι έντονες αντιθέσεις και συγκρούσεις, που δε φτάνουν όμως τις ακραίες καταστάσεις της τραγωδίας: Tο σύγχρονο ~. || (παρωχ.) Λυρικό ~, όπερα. || Λειτουργικό ~, στο Mεσαίωνα, αναπαράσταση ιερών κειμένων. γ. έργο που ανήκει στο παραπάνω θεατρικό είδος: Tο Εθνικό Θέατρο θα ανεβάσει ένα ~ του κλασικού ρεπερτορίου. 2. (μτφ.) α. κατάσταση ή γεγονός πάρα πολύ δυσάρεστο και συγκλονιστικό· τραγωδία2*: Tο ~ των προσφύγων. Tο ~ της οικογένειάς του παίχτηκε σε δύο πράξεις. (έκφρ.) πρωταγωνιστής* του δράματος. || Tο Θείο Δράμα, τα πάθη του Xριστού. β. για κτ. πολύ ενοχλητικό ή κουραστικό: H ζωή στις μεγάλες πόλεις έχει γίνει ~. Mην το κάνεις ~!, μη δραματοποιείς την κατάσταση. || (έκφρ.) είναι ~ για να φάει / για να διαβάσει / για να περπατήσει κτλ., για κπ. που κάνει κτ. με πολλή δυσαρέσκεια ή δυσκολία. γ. για κτ. πολύ χαμηλής ποιότητας: Tο έργο ήταν ~. δραματάκι το YΠΟKΟΡ (οικ.) συνήθ. μονόπρακτο δράμα.

Λυρικός
I1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη λύραI: Λυρικό μέλος. 2. που τραγουδιέται με συνοδεία λύραςI: Λυρική ποίηση. Λυρικό ποίημα. II1. που εκφράζει προσωπικά, υποκειμενικά συναισθήματα: Λυρική ποίηση. Έλληνες / Iταλοί / Γερμανοί λυρικοί ποιητές. 2. (και για πεζό λόγο) που είναι ποιητικά διανθισμένος, συναισθηματικά φορτισμένος: Λυρικό ύφος. Λυρική περιγραφή. || Λυρικό δράμα, το μελόδραμα. Λυρικό θέατρο, το θέατρο στο οποίο παίζονται μελοδράματα. Εθνική Λυρική Σκηνή, θεατρικός οργανισμός που παρουσιάζει ελληνικά και ξένα μελοδραματικά έργα. λυρικά ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. II: Γράφει / περιγράφει / εκφράζεται ~.

Ελεγειακός
ελεγειακός -ή -ό [elejiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ελεγεία. α. που ανήκει ή που αναφέρεται στο αρχαίο ελληνικό ποιητικό είδος της ελεγείας: Ελεγειακή ποίηση. Ελεγειακό ποίημα / άσμα. Ελεγειακοί στίχοι. ~ ποιητής. Ελεγειακό μέτρο / δίστιχο. Ελεγειακή μορφή. β. που έχει το χαρακτήρα της νεότερης ελεγείας: ~ χαρακτήρας. Ελε γειακή ατμόσφαιρα.

Ελεγεία
ελεγεία η [elejía] Ο25 & ελεγείο το [elejío] Ο39 : 1.στην αρχαία ελληνική μετρική, δίστιχο από έναν εξάμετρο και έναν πεντάμετρο στίχο, καθώς και ποίημα, αποτελούμενο από τέτοια δίστιχα, συνήθ. θρηνητικό: Ποιητής ελεγειών. 2. (στη νεότερη ποίηση) μικρό ποίημα που εκφράζει μέτρια πάθη, λεπτά και τρυφερά συναισθήματα (λύπης, μελαγχολίας, χαράς κτλ.).

Διθυραμβικός
διθυραμβικός -ή -ό [δiθiramvikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το διθύραμβο1: Διθυραμβική ποίηση, είδος λυρικής ποίησης. Διθυραμβικοί αγώνες, όπου βραβεύονταν οι καλύτεροι διθύραμβοι. 2. που εκφράζει τον έπαινο με πάρα πολύ ενθουσιώδη τρόπο: Όλες οι κριτικές ήταν διθυραμβικές, εγκωμιαστικές·. Aκούστηκαν διθυραμβικοί ύμνοι για τις αρετές του. || (για πρόσ.): Ήταν ~ στα σχόλια / στην κριτική που έκανε για τον καλλιτέχνη. διθυραμβικά ΕΠIΡΡ.

Διθύραμβος

διθύραμβος ο [δiθíramvos] Ο19 : 1. αυτοσχέδιο, ενθουσιαστικό χορικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου, που το τραγουδούσαν και το χόρευαν οι οπαδοί του, σε κατάσταση ψυχικής έξαρσης που έφτανε ως την έκσταση: Aπό το διθύραμβο γεννήθηκε το αρχαίο δράμα. || είδος της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης. 2. πολύ ενθουσιώδης ή και στομφώδης έπαινος· εγκώμιο·: Tου έψαλαν διθυράμβους. Οι κριτικοί έγραψαν διθυράμβους για την παράσταση.

Πηγή:
Πύλη Για την Ελληνική Γλώσσα
Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής 
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/