"Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη / να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος / γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις..."

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ) / FOLK TALES (CREATED BY THE STUDENTS)


Website counter


"ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ..."
ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ!
ΤΜΗΜΑ Α2


------------------------------------------------------------------------------------

1. "Ο Ανδρέας και το πατατάκι"


Ο Ανδρέας ήταν ένα μικρό οκτάχρονο αγόρι με μπλε μαλλιά.
Μια μέρα ενώ άκουγε μουσική του άνοιξε η όρεξη και ζήτησε από τον πατέρα του να του φτιάξει κάτι να φάει. Ο πατέρας του που διάβαζε εφημερίδα του είπε ότι είναι ένα μεγάλο αγόρι πια κι ότι μπορεί να φτιάξει μόνος του το φαγητό του.
Ο Ανδρέας δεν χάρηκε καθόλου, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Άνοιξε λοιπόν το ντουλάπι, αλλά εκείνη την στιγμή τον έσπρωξαν και τον έριξαν κάτω τα αδέρφια του. Άρχισαν να ψαχουλεύουν και μετά έβγαλαν μερικά σνακ και έφυγαν.
Μετά από αυτό ο Αντρέας κοίταξε στο ντουλάπι, αλλά δεν είχε μείνει τίποτα.

Ξαφνικά άκουσε μια φωνή να τραγουδάει και από το φόβο του πετάχτηκαν τα ακουστικά από τα αυτιά του και έκλεισε το ντουλάπι.
Αμέσως μετά το άνοιξε σιγά και άκουσε πάλι αυτή τη φωνή να τραγουδάει. Πρόσεξε ότι σε μια γωνία υπήρχε ένα πακέτο με πατατάκια. Τότε το πήρε και το άνοιξε.
Ξαφνικά πετάχτηκε από μέσα ένα πατατάκι που τραγουδούσε. Φαινόταν πολύ λυπημένο. Ο Ανδρέας άρχισε να του τραγουδάει:
- «Ε, μικρό μου πατατάκι,
τώρα μην στενοχωριέσαι
γιατί εγώ δεν θα σε φάω
άνοιξέ μου την καρδιά σου
ποιο είναι πρόβλημά σου;»

ρώτησε ο Αντρέας.
- «Το όνομα μου είναι Πάλκο
χώρα μου είναι η Τσιπσία
η χώρα της ελευθερίας.
Εκεί βρίσκονται οι γονείς μου
που καιρό με έχουν χάσει
κι είναι στενοχωρημένοι που δεν είμαι πια κοντά τοοοουυυυυυυυςςςςς!»

τραγούδησε πολύ λυπητερά ο Πάλκο.
Τότε ο Αντρέας κατάλαβε και φώναξε βοηθό του τη Σάλλυ. Αμέσως άρχισαν να φτιάχνουν το σχέδιο τους για να πάνε τον Πάλκο σπίτι του. Έπειτα γύρισε ο Αντρέας και άρχισε να τραγουδάει στον Πάλκο:
«Πάλκο καλέ μου φίλε
έλα μαζί μου και μπες στη μηχανή μου,
εγώ κι η Σάλλυ σπίτι σου θα σε πάμε
με μεγάλη μας χαρά
κι όλα θα πάνε μια χαρά.»

Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Πάλκο μπήκε σ’ έναν δίσκο μαζί με τον Αντρέα και τη Σάλλυ. Η Σάλλυ έβαλε την πρίζα του δίσκου σ’ ένα μπουκάλι με μια κόκα κόλα γεμάτη ανθρακικό. Αμέσως ο δίσκος πετάχτηκε στο παράθυρο και αφού το έσπασε πέταξε έξω.

Την επόμενη στιγμή ο δίσκος βρισκόταν πολύ ψηλά στον ουρανό. Η Σάλλυ κοίταξε τον χάρτη της και είπε ότι τα καύσιμα τους έφταναν μέχρι να φτάσουν στην Τσιπσία. Πρώτα όμως έπρεπε να περάσουν τη Μπιφτεκία.
Όσο προχωρούσαν είδαν να πετάνε μπιφτέκια. Ήταν τρομακτικά και κάποια στιγμή άρχισαν να ταρακουνάν τον δίσκο τους. Ξαφνικά ο Πάλκο έπεσε από τον δίσκο.
Προσγειώθηκε επάνω σε ένα μπιφτέκι που πετούσε. Τότε εμφανίστηκε ο Μπιφτέκιος, ο αρχηγός όλων των μπιφτεκιών. Στο χέρι του κρατούσε ένα μαγικό σκήπτρο το οποίο κούνησε απότομα και όλο το έδαφος γέμισε φωτιά κι όλα τα μπιφτέκια εξαφανίστηκαν εκτός από αυτό που ήταν ο Πάλκο κι αυτός, στο οποίο δεν υπήρχε φωτιά. Τότε είπε κάτι μαγικά λόγια κι άρχισε να σχηματίζεται μια φωτιά γύρω από τον Πάλκο.
Τότε ο Πάλκο τρόμαξε επειδή σιγά-σιγά ο κύκλος της φωτιάς άρχισε να μικραίνει. Ο Αντρέας όμως έδρασε γρήγορα. Πήγε με τον δίσκο δίπλα από τον Μπιφτέκιο και άρχισε να τον βρέχει με την κόκα κόλα η οποία ήταν παγωμένη. Αυτός αμέσως έχασε τις δυνάμεις του και άρχισε να τρέμει τόσο που έπεσε από το μπιφτέκι στο έδαφος, το οποίο ήταν μες στην φωτιά και ήταν είκοσι μέτρα ύψος από το μπιφτέκι.
Αφού έχασε τις δυνάμεις του ο Μπιφτέκιος και πέθανε, η φωτιά γύρω από τον Πάλκο έσβησε και τότε ο Αντρέας και η Σάλλυ τον πήραν με τον δίσκο τους. Τότε ο Πάλκο τραγούδησε:
«Νόμιζα ότι θα πεθάνω
αλλά τελικά θα ζήσω
στο έδαφος θα ξαναπατήσω!»


Μετά έπρεπε να περάσουνε από την Πατατία. Όταν έφτασαν εκεί, προσγείωσαν τον δίσκο στο πατατοπάρκιν. Όλα ήταν φτιαγμένα από πατάτες. Στην αρχή πέρασαν μια πατατογέφυρα και βρέθηκαν στην πατατοαυλή μπροστά στο πατατοκάστρο.
Τότε είδαν πατάτες να περπατάνε ντυμένες με ρούχα από πατάτες και να βγαίνει από το κάστρο ο βασιλιάς τους. Ο Πάλκο είπε ότι ο βασιλιάς ήταν ο θείος του. Τότε έτρεξαν όλοι μπροστά στον βασιλιά και του είπε ο Πάλκο ότι είναι ο ανιψιός του.
Ο βασιλιάς όμως είχε περάσει καιρό από τότε που είχε δει τον Πάλκο τελευταία φορά. Έτσι, δεν τον αναγνώρισε και διάταξε να τους πετάξουν στις φυλακές. Έμειναν εκεί για κάποια ώρα και μετά ο Πάλκο αποφάσισε να θυσιαστεί. Αφού είχε σχήμα ορθογωνίου προσπάθησε να περάσει από τα σίδερα. Κατάφερε να περάσει λίγο, αλλά μετά άρχισε να ζορίζεται. Άρχισε να ραγίζει, αλλά αποφάσισε να βάλει όλη του τη δύναμη. Ο Πάλκο έβαλε όλη του τη δύναμη και τελικά πέρασε, αλλά ράγισε στη μέση το σώμα του και παραλίγο να σπάσει. Άρχισε να βογκάει από τον πόνο και να κλαίει, καθώς έτρεχε αίμα από το σώμα του. Τότε προσπάθησε να πιάσει το κλειδί σέρνοντας τον εαυτό του, μετά σήκωσε το χέρι για να το πιάσει, αλλά του πονούσε πολύ. Τελικά τεντώθηκε και το έπιασε. Αμέσως μετά το πέταξε στον Αντρέα και στη
Σάλλυ. Αυτοί το έπιασαν και ξεκλείδωσαν την πόρτα.
Τότε έτρεξαν γρήγορα στον Πάλκο ο οποίος ήταν πάρα πολύ βαριά τραυματισμένος. Τότε ο Πάλκο τους έδωσε με το ζόρι μια φωτογραφία που έδειχνε τον Πάλκο και όλους του τους συγγενείς συμπεριλαμβανόμενο και τον θείο του.
Τότε πήραν τον Πάλκο στην αγκαλιά τους και τον κουβάλησαν μέχρι τον θρόνο του βασιλιά. Μόλις τους είδε ο βασιλιάς, φώναξε αμέσως τους φρουρούς. Τότε όσο τραυματισμένος και να ήταν ο Πάλκο πήγε στο βασιλιά και του έδειξε την φωτογραφία.
Ο βασιλιάς τότε κατάλαβε και άρχισε να κλαίει. Πήρε στην αγκαλιά του τον Πάλκο και έκλαψε μαζί του. Αμέσως τότε φώναξε τους γιατρούς οι οποίοι τον έκαναν καλά με ένα μαγικό φίλτρο. Μετά ο Πάλκο χαιρέτησε το θείο του κι έφυγε.

Όμως αφού πέρασαν την Πατατία, υπήρχε ένα κενό και έπεσαν εκεί μέσα. Βρέθηκαν στην Σοκολατία. Όλα ήταν φτιαγμένα από σοκολάτα, όπως υγρή, παγωτό, κουβερτούρα κτλ. Να που όμως άλλη μια δυσκολία θα τους εμπόδιζε.
Ένας γίγαντας από σοκολάτα εμφανίστηκε και τους απαγόρευσε να φύγουν από εδώ. Τότε άρχισε να τους πετάει γιγάντιες σοκολατόπετρες. Αυτοί έτρεξαν και ξέφυγαν. Ο Αντρέας έβγαλε το όπλο μεγέθυνσης και έριξε στον γίγαντα. Μόνο που αντί για την συρρίκνωση έβαλε το όπλο στην τερατοποίηση. Μπορείτε να φανταστείτε τι συνέβη τώρα. Ο γίγαντας έφτασε τον ουρανό. Επειδή όμως δεν έβλεπε που πατάει σκόνταψε και έπεσε κάτω στο πάτωμα. Τότε όλο το πάτωμα καταστράφηκε. Ευτυχώς όμως υπήρχε ένα σοκολατοκανό. Πήδηξαν εκεί μέσα και έκαναν γρήγορα κουπί. Ξαφνικά όμως ο γιγαντιαίος γίγαντας άρχισε να σηκώνεται. Τότε ο Αντρέας του έριξε με το όπλο και τον συρρίκνωσε. Ο γίγαντας έπεσε στη θάλασσα από σοκολάτα και πνίγηκε. Ο Πάλκο, ο Αντρέας και η Σάλλυ κατάφεραν και έφυγαν από την Σοκολατία.

Μετά κι από αυτήν την περιπέτεια έφτασαν επιτέλους στην Τσιπσία. Ο Πάλκο είδε τότε τους γονείς του να κάθονται στενοχωρημένοι κι έτρεξε γρήγορα καταπάνω τους τραγουδώντας:
«Μαμά, μπαμπά είμαι καλά
και θέλω να σας δώσω μεγάλη αγκαλιά.»

Τότε τον είδαν και αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί. Ήταν πολύ συγκινητικό.

Τέλος

Το παραμύθι δημιούργησε
ο μαθητής του Α2

Δημήτρης Δρένος



------------------------------------------------------------------------------------

2. «Η Στρογγυλοσκουφίτσα»


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα μικρό χωριό ένα κοριτσάκι η Στρογγυλοσκουφίτσα. Μια μέρα η μαμά της την έστειλε να πάει ένα καλάθι με πράγματα στη γιαγιά της που ζούσε πίσω από το δάσος. Η Στρογγυλοσκουφίτσα ξεκίνησε να πάει στο σπίτι της γιαγιάς της. Εκεί που περπατούσε η Στρογγυλοσκουφίτσα συνάντησε έναν λύκο.

- Ακίνητη! Φώναξε ο λύκος
- Όχι πρέπει να φύγω! Απάντησε εκείνη.
- Δεν θα πας πουθενά. Σε κρατάω όμηρο για να σε φάω!!! Της είπε ο λύκος.
- Όχι, χαζό σκυλάκι με την αστεία φατσούλα, πρέπει να πάω στο σπίτι της γιαγιάς μου!!! Απάντησε η Στρογγυλοσκουφίτσα .
- Μα πεινάω πολύ!!! Απάντησε ο λύκος
- Να πάρε αυτό!!! είπε η Στρογγυλοσκουφίτσα . Και του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί.
- Άντε γεια!! Φώναξε εκείνη και έφυγε γρήγορα.
- Θα την φάω!!! Ο κόσμος να χαλάσει!!! Θα την κάνω σάντουιτς με το ψωμί και θα
την φάω!! Καθώς τα σκεφτόταν αυτά ο λύκος …ΝΤΟΥΠ!! Τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Ήταν η γιαγιά που γύριζε από το σούπερ μάρκετ. Η γιαγιά κατέβηκε γρήγορα από το αυτοκίνητο και πήγε τον λύκο στο νοσοκομείο.
Εκείνη τη στιγμή η Στρογγυλοσκουφίτσα έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς. Την έψαχνε αλλά δεν τη βρήκε πουθενά. Κάποια στιγμή γύρισε η γιαγιά στο σπίτι με τον λύκο Η Στρογγυλοσκουφίτσα δεν είδε τη γιαγιά, ούτε η γιαγιά εκείνη, η γιαγιά πήγε να φωνάξει γιατρό για να φροντίσει τον λύκο. Η Στρογγυλοσκουφίτσα είδε μόνο τον λύκο και νόμισε πως εκείνος, έφαγε τη γιαγιά.
- Κακούργε!!! Έφαγες τη γιαγιά μου!! Θα σε σκοτώσω μ’ ακούς;; Φώναζε η Στρογγυλοσκουφίτσα. Και τον κοπάνησε στο κεφάλι με ένα κηροπήγιο!
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η γιαγιά και είδε τον λύκο λιπόθυμο και την Στρογγυλοσκουφίτσα από πάνω του να κρατάει το κηροπήγιο.
Η Στρογγυλοσκουφίτσα είδε ότι η γιαγιά της ήταν ζωντανή και πήγε να την αγκαλιάσει κι αμέσως μετά ζήτησε συγγνώμη από τον λύκο κι έγιναν καλοί φίλοι.
Η γιαγιά έζησε με τον λύκο στο σπίτι της και η Στρογγυλοσκουφίτσα έγινε διάσημη γιατρός που γιάτρευε όλα τα ζωάκια του δάσους.
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Το παραμύθι διασκεύασε η μαθήτρια του Α2

Αναστασία Εγίνογλου

------------------------------------------------------------------------------------

3. «Φανταστικές περιπέτειες»

La Mancha

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε τρεις φίλοι: Ο Ερνέστος, ο Βιλίτσος και ο Φασόλας. Ήταν παιδιά φτωχών οικογενειών που ζούσαν σε ένα χωριό της Ισπανίας, στη Μάντσα, την πατρίδα του Δον Κιχώτη. Ήταν τρία χαριτωμένα και όμορφα παλικάρια, που ήταν όμως πολύ σκανταλιάρικα. Κάποια μέρα άκουσαν από έναν γέροντα ότι στα σύνορα της Γαλλίας με την Ισπανία υπάρχει μία σπηλιά με ένα βάζο, το οποίο περιέχει μαγική σκόνη που μπορεί να σε κάνει έξυπνο και δυνατό. Μόλις το έμαθαν αυτό, σκέφτηκαν να πάνε να βρούν αυτό το βάζο. Όμως δεν άκουσαν ότι η σπηλιά έχει μέσα πολλά λιοντάρια.

Σιγά σιγά άρχισαν να ετοιμάζονται. Ετοίμασαν τα άλογα, σκαλισμένες πέτρες και ξύλα και τα τρόφιμά τους. Σκέφτηκαν να ξεκινήσουν το βράδυ για να μην τους καταλάβει κανείς. Έτσι κι έγινε.

Άρχισαν να προχωρούν προς τα σύνορα. Όταν έφτασαν και αντίκρισαν την σπηλιά, τους έπιασε ένα δέος. Όμως οι φίλοι δε δίστασαν να μπουν μέσα. Αφού προχώρησαν μερικά μέτρα, ο Φασόλας ο πιο φοβιτσιάρης της παρέας, ζήτησε να φύγουν, αλλά ο Ερνέστος, ο πιο θαρραλέος, τον καθησύχασε. Κάποια στιγμή είδαν απειλητικές σκιές να κινούνται. Όσο προχωρούσαν τόσο περισσότερες σκιές έβλεπαν. Στο τέλος, αντίκρισαν τα λιοντάρια. Αυτά σχημάτισαν έναν διάδρομο, από όπου πέρασαν οι φίλοι διστακτικά, για να πάρουν το βάζο. Όταν έφτασαν, ο Βιλίτσος το πήρε για να το ανοίξει. Εκείνη τη στιγμή είδε ένα σημείωμα που έγραφε τις τρείς δοκιμασίες που έπρεπε να περάσουν για να μπορέσουν να ανοίξουν το βάζο. Όμως τα παιδιά δεν έδωσαν σημασία στο σημείωμα και το άνοιξαν. Και τότε ο καθένας απέκτησε ένα ιδιαίτερο χάρισμα. Ο Βιλίτσος έγινε παντοδύναμος, ο Ερνέστος μπορούσε να τρέχει πολύ γρήγορα και ο Φασόλας έγινε μάγος. Εκείνη τη στιγμή τα λιοντάρια τους περικύκλωσαν, εμφανίστηκε ο αρχηγός τους και ήθελαν να τους εξοντώσουν. Όμως, τα λιοντάρια δεν μπόρεσαν να τους εξολοθρεύσουν και τα παιδιά κατάφεραν να ξεφύγουν.

Έτσι, πήγαν στο χωριό τους το βάζο με την μαγική σκόνη.
Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Το παραμύθι δημιούργησαν
οι μαθητές του Α2

Θανάσης Καμπαρούδης
Ηρακλής Θεοφανίδης
Γιώργος Ιωαννίδης



Οι ανεμόμυλοι της Μάντσα έγιναν διάσημοι από τον ήρωα του Θερβάντες, Δον Κιχώτη
------------------------------------------------------------------------------------

Επιμέλεια ιστοσελίδας: Φιλοθέη Κολίτση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου